- ἐλαιώδη
- ἐλαιώδηςoilyneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)ἐλαιώδηςoilymasc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)ἐλαιώδηςoilymasc/fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιλικόνες — Γενική ονομασία μιας ομάδας οργανο πυριτικών υψηλο πολυμερών ενώσεων η οποία, από άποψη δομής, βασίζεται σ’ ένα σκελετό σχηματισμένο με δεσμούς πυρίτιο οξυγόνο και πυρίτιο άνθρακας. Ανάλογα με τα χρησιμοποιούμενα αρχικά μονομερή και τις συνθήκες… … Dictionary of Greek
αιθέριος — Αυτός που ανήκει ή μοιάζει στον αιθέρα, λεπτός, διαφανής, αέριος, άυλος, αγγελικός (π.χ. α. πλάσμα). Αυτός που βρίσκεται ψηλά, στον αέρα (π.χ. α. ύψη). α. έλαια. Σύνθετες οργανικές ενώσεις που σχηματίζονται σε διάφορα φυτικά μέρη (άνθη, φύλλα,… … Dictionary of Greek
ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… … Dictionary of Greek
αλευρίτης — Είδος σιταριού που δίνει πολύ αλεύρι και λίγα πίτουρα. Α. ονομάζεται επίσης και το χιόνι που έχει πολύ λεπτές νιφάδες, καθώς και μια παιδική αρρώστια που προκαλεί αλευρώδες εξωτερικό κάλυμμα στο δέρμα. (Βοτ.) Α. λέγεται και γένος ελαιοπαραγωγών… … Dictionary of Greek
ελαίωση — η (Α ἐλαίωσις) νεοελλ. 1. χρίση, επάλειψη με λάδι, λάδωμα 2. ναυτ. η αναταραχή τών υδάτων προς το προσήνεμο τού πλοίου που ελαττώνει την ταχύτητά του περιμένοντας βελτίωση τού καιρού αρχ. 1. θεραπεία με λάδι 2. (αλχημ.) μετατροπή τής συστάσεως… … Dictionary of Greek
ελαιοκράμβη — Φυτό ποώδες της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται ειδικά στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη καθώς και στην Ανατολή (Ινδία και Κίνα). Χρησιμοποιείται είτε ως ζωοτροφή είτε για παραγωγή σπερμάτων, από τα οποία εξάγεται με… … Dictionary of Greek
ελαιοπλάστης — ο φυσιολ. ονομασία που δόθηκε παλιότερα στα ελαιώδη σώματα που βρίσκονται μέσα στα φυτικά κύτταρα και περικλείουν ελαιώδεις ουσίες … Dictionary of Greek
ελαιώ — ἐλαιῶ ( όω) (Α) 1. λαδώνω, αλείφω με λάδι 2. μαζεύω ελιές 3. (στην αλχημεία) κάνω κάτι να πάρει ελαιώδη σύσταση … Dictionary of Greek
ελαιώδης — ες (AM ἐλαιώδης, ες) αυτός που μοιάζει με λάδι στη σύστασή του νεοελλ. αυτός που περιέχει λάδι ή άλλη λιπαρή ύλη («ελαιώδη προϊόντα») αρχ. αυτός που έχει το χρώμα τού λαδιού, λαδόχρωμος, λαδής … Dictionary of Greek
λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… … Dictionary of Greek